τυμβήρης: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμβήρης''': -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τύμβῳ, [[νεκρικός]], [[θάλαμος]] [[αὐτόθι]] 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -[[ήρης]]).
|lstext='''τυμβήρης''': -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τύμβῳ, [[νεκρικός]], [[θάλαμος]] [[αὐτόθι]] 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -[[ήρης]]).
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> enseveli;<br /><b>2</b> sépulcral, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], ἄρω.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβήρης Medium diacritics: τυμβήρης Low diacritics: τυμβήρης Capitals: ΤΥΜΒΗΡΗΣ
Transliteration A: tymbḗrēs Transliteration B: tymbērēs Transliteration C: tymviris Beta Code: tumbh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A entombed, buried, ib. 255.    II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)

Greek (Liddell-Scott)

τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.