νοτερός: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοτερός''': -ά, -όν, ([[νότος]]) [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, [[δρόμος]] Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν [[ὕδωρ]] βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., [[θύελλα]] [[μετὰ]] βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ [[ὑγρότης]], [[ὑγρασία]], Πλάτ. Τίμ. 60C. | |lstext='''νοτερός''': -ά, -όν, ([[νότος]]) [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, [[δρόμος]] Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν [[ὕδωρ]] βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., [[θύελλα]] [[μετὰ]] βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ [[ὑγρότης]], [[ὑγρασία]], Πλάτ. Τίμ. 60C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (νότος)
A damp, moist, δρόσος Simon. 183.9 ; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.) ; ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.) ; χειμὼν ν. a storm of rain, Th.3.21 ; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.) ; τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U. ; χωρία Onos.8.2 ; τὸ ν. moisture, Pl.Ti.60c.
Greek (Liddell-Scott)
νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.
Étymologie: νότος.