νωτιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841˙ ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α˙ οὕτω καὶ ὁ νωτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[μυελός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809˙ ν. [[ἄκανθα]], Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
|lstext='''νωτιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841˙ ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α˙ οὕτω καὶ ὁ νωτ., [[ἄνευ]] τοῦ [[μυελός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809˙ ν. [[ἄκανθα]], Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />du dos, dorsal.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτιαῖος Medium diacritics: νωτιαῖος Low diacritics: νωτιαίος Capitals: ΝΩΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nōtiaîos Transliteration B: nōtiaios Transliteration C: notiaios Beta Code: nwtiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A spinal, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El.841 ; ν. μυελός Hp.Aph. 5.18, Pl.Ti.74a ; ὁ ν., without μυελός, Hp.Art.45 ; ν. ἄκανθα Diog. Apoll.6.    2 λεπὶς ν. back-plate, Ph.Bel.63.46.

German (Pape)

[Seite 273] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; μυελός, Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νωτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841˙ ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α˙ οὕτω καὶ ὁ νωτ., ἄνευ τοῦ μυελός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809˙ ν. ἄκανθα, Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du dos, dorsal.
Étymologie: νῶτος.