νεβρός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεβρός''': ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς [[ἔμβλημα]] δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε [[νέος]]). | |lstext='''νεβρός''': ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς [[ἔμβλημα]] δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε [[νέος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><i>au masc.</i> faon, jeune cerf;<br /><i>au fém.</i> jeune biche, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. [[νέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.