οἰδάνω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰδάνω''': [ᾰ], οἰδεῖν ποιῶ, [[κάμνω]] τι νὰ πρησθῇ, φουσκώνω, [[χόλος]] νόον οἰδάνει, «εἰς [[ὕψος]] αἴρεσθαι ποιεῖ, ἐμπίμπρησι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 554· οὕτω, [[μέθυ]] κῆρ οἰδάνει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 478.- Παθ., οἰδάνομαι, Λατ. tumere, χόλῳ οἰδάνεται [[κραδίη]], «πληροῦμαι «ὑπὸ ὀργῆς» (Σχόλ), Ἰλ. Ι. 648. ΙΙ. = [[οἰδέω]], ἀμεταβ., ὁ [[φήληξ]] οἰδάνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1166. - Πρβλ. [[οἰδαίνω]]. | |lstext='''οἰδάνω''': [ᾰ], οἰδεῖν ποιῶ, [[κάμνω]] τι νὰ πρησθῇ, φουσκώνω, [[χόλος]] νόον οἰδάνει, «εἰς [[ὕψος]] αἴρεσθαι ποιεῖ, ἐμπίμπρησι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 554· οὕτω, [[μέθυ]] κῆρ οἰδάνει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 478.- Παθ., οἰδάνομαι, Λατ. tumere, χόλῳ οἰδάνεται [[κραδίη]], «πληροῦμαι «ὑπὸ ὀργῆς» (Σχόλ), Ἰλ. Ι. 648. ΙΙ. = [[οἰδέω]], ἀμεταβ., ὁ [[φήληξ]] οἰδάνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1166. - Πρβλ. [[οἰδαίνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> [[ᾤδηνα]];<br />enfler, gonfler ; <i>Pass.</i> se gonfler.<br />'''Étymologie:''' [[οἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A cause to swell, χόλος . . οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον Il.9.554 ; μέθυ κῆρ οἰδάνει A.R.1.478 :—Pass., to be swollen, οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Il.9.646. II = οἰδέω, intr., ὁ φήληξ οἰδάνων Ar.Pax1165.
German (Pape)
[Seite 297] = οἰδαίνω, aufschwellen, machen, daß Etwas aufschwillt; Hom. nur übertr., ὅςτε (χόλος) καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων, Il. 9, 554, u. pass., ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ib. 646, es schwillt mir das Herz vom Zorn; nachgeahmt von Ap. Rh. 1, 478, ἠέ τοι εἰς ἄτην ζωρὸν μέθυ θαρσαλέον κῆρ οἰδάνει ἐν στήθεσσι, Schol. ἐπαίρει, μετεωρίζει. Auch γλῶσσα οἰδάνεται, Opp. H. 5, 608. Das act. intrans. Ar. Pax 1166.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδάνω: [ᾰ], οἰδεῖν ποιῶ, κάμνω τι νὰ πρησθῇ, φουσκώνω, χόλος νόον οἰδάνει, «εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ, ἐμπίμπρησι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 554· οὕτω, μέθυ κῆρ οἰδάνει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 478.- Παθ., οἰδάνομαι, Λατ. tumere, χόλῳ οἰδάνεται κραδίη, «πληροῦμαι «ὑπὸ ὀργῆς» (Σχόλ), Ἰλ. Ι. 648. ΙΙ. = οἰδέω, ἀμεταβ., ὁ φήληξ οἰδάνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1166. - Πρβλ. οἰδαίνω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ᾤδηνα;
enfler, gonfler ; Pass. se gonfler.
Étymologie: οἶδος.