ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβιόδωρος''': -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― [[οὕτως]], ὀλβιο-[[δώτης]], ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ [[πάροχος]] μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -[[δῶτις]], ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.
|lstext='''ὀλβιόδωρος''': -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― [[οὕτως]], ὀλβιο-[[δώτης]], ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ [[πάροχος]] μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -[[δῶτις]], ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[δῶρον]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόδωρος Medium diacritics: ὀλβιόδωρος Low diacritics: ολβιόδωρος Capitals: ΟΛΒΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: olbiódōros Transliteration B: olbiodōros Transliteration C: olviodoros Beta Code: o)lbio/dwros

English (LSJ)

ον,

   A bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.) ; μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 318] Glück gebend, spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne le bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, δῶρον.