ὄρνεον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρνεον''': τό, = [[ὄρνις]], πτηνόν, Ἰλ. Ν. 64, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 291, 305, Θουκ. 2. 50, Πλάτ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. τὰ ὄρνεα, ἡ ἀγορὰ τῶν ὀρνέων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 13· πρβλ. [[ἰχθὺς]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνεα· ὀρνεοπώλια. καὶ πετεινά καὶ [[τόπος]]».
|lstext='''ὄρνεον''': τό, = [[ὄρνις]], πτηνόν, Ἰλ. Ν. 64, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 291, 305, Θουκ. 2. 50, Πλάτ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. τὰ ὄρνεα, ἡ ἀγορὰ τῶν ὀρνέων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 13· πρβλ. [[ἰχθὺς]] ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνεα· ὀρνεοπώλια. καὶ πετεινά καὶ [[τόπος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνεον Medium diacritics: ὄρνεον Low diacritics: όρνεον Capitals: ΟΡΝΕΟΝ
Transliteration A: órneon Transliteration B: orneon Transliteration C: orneon Beta Code: o)/rneon

English (LSJ)

τό,

   A = ὄρνις, bird, Il.13.64, Cratin.108, Ar.Av.291, 305, Th. 2.50, Pl.Phdr.274c, al., Arist.GA756a16,al.    II τὰ ὄ. the bird-market, Ar.Av.13.

German (Pape)

[Seite 382] τό, der Vogel; Il. 13, 64; Plat. Phaedr. 274 c Tim. 91 d, öfter, u. Sp.; τὰ ὄρνεα, der Vogelmarkt, Ar. Av. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνεον: τό, = ὄρνις, πτηνόν, Ἰλ. Ν. 64, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 291, 305, Θουκ. 2. 50, Πλάτ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. τὰ ὄρνεα, ἡ ἀγορὰ τῶν ὀρνέων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 13· πρβλ. ἰχθὺς ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνεα· ὀρνεοπώλια. καὶ πετεινά καὶ τόπος».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oiseau.
Étymologie: ὄρνις.