ὀρνιθολόχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνῑθολόχος''': -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, ([[λοχάω]]) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, [[ὀρνιθοθήρας]], Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α. | |lstext='''ὀρνῑθολόχος''': -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, ([[λοχάω]]) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, [[ὀρνιθοθήρας]], Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />oiseleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[λόχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ὀρνῑχ-, ὁ
A, (λοχάω) bird-catcher, fowler, Pi.I.1.48, which passage is cited with ὀρνιθολόχῳ by Plu.2.473a, but with ὀρνιθολόγῳ (wrongly) in ib.406c.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχολόχος, Pind. I. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθολόχος: -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, (λοχάω) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α.