παράπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράπληκτος''': -ον, μαινόμενος, [[μανικός]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ [[παραπληκτικός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 287. | |lstext='''παράπληκτος''': -ον, μαινόμενος, [[μανικός]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ [[παραπληκτικός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 287. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. παρά-πλακτος, ον,
A frenzy-stricken, χείρ S.Aj.230 (lyr.) ; ὀμφά Melanipp.4.4 ; mad, LXX De.28.34. II = foreg., π. τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp.Aër. 10.
German (Pape)
[Seite 494] verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράπληκτος: -ον, μαινόμενος, μανικός, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ παραπληκτικός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.