παράσιτος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράσιτος''': ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· [[μετὰ]] γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., [[ἰχθὺς]] ἦν π. (ἴδε [[ὄψον]]) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. [[ὄνομα]] τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ [[δημοσίᾳ]], Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. [[παρασιτέω]] ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων [[μετὰ]] ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου [[ἐκδοχή]]…», καὶ «[[παράσιτος]]· κοσσοτράπεζος». | |lstext='''παράσιτος''': ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· [[ὄνομα]] κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· [[μετὰ]] γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., [[ἰχθὺς]] ἦν π. (ἴδε [[ὄψον]]) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. [[ὄνομα]] τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ [[δημοσίᾳ]], Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. [[παρασιτέω]] ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων [[μετὰ]] ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου [[ἐκδοχή]]…», καὶ «[[παράσιτος]]· κοσσοτράπεζος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sert des mets en surplus;<br /><b>2</b> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῖτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who eats at the table of another, and repays him with flattery and buffoonery, parasite, Epich.36, Arar.16, etc.; name of plays by Antiph., Alex., and Diph.; περὶ Παρασίτου, title of work by Luc.: c. gen., κενῆς π. τραπέζης AP11.346 (Autom.) : metaph., ἰχθὺς ἦν π. (v. ὄψον) Luc.Lex.6. II of priests who had their meals at the public expense, Clitodem.11, Polem.Hist.78. 2 one who dines with a superior officer, Arist.Fr.551.
German (Pape)
[Seite 498] neben, mit oder bei einem Andern essend, nach Ath. VI, 234 e ff. ursprünglich im guten Sinne, bes. von Priestern, die beim Opfer gemeinschaftlich aßen, in VLL. οἱ ἐπὶ τὴν ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι. – Gew. aber der Schmarotzer, der, um freien Tisch zu haben, sich zum Schmeichler oder Possenreißer hergiebt, vgl. Ath. a. a. O. Sie wurden eine stehende Charaktermaske der neueren Comödie. – Luc. Lexiph. 6 sagt für ὄψον geziert ἰχθὺς παράσιτος.
Greek (Liddell-Scott)
παράσιτος: ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· μετὰ γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., ἰχθὺς ἦν π. (ἴδε ὄψον) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὄνομα τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ δημοσίᾳ, Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. παρασιτέω ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων μετὰ ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκδοχή…», καὶ «παράσιτος· κοσσοτράπεζος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert des mets en surplus;
2 parasite.
Étymologie: παρά, σῖτος.