παροδεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροδεύω''': [[παρέρχομαι]], ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.
|lstext='''παροδεύω''': [[παρέρχομαι]], ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer auprès;<br /><b>2</b> aller au delà de, dépasser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδεύω Medium diacritics: παροδεύω Low diacritics: παροδεύω Capitals: ΠΑΡΟΔΕΥΩ
Transliteration A: parodeúō Transliteration B: parodeuō Transliteration C: parodeyo Beta Code: parodeu/w

English (LSJ)

   A pass by, Theoc. 23.47, AP 9.341 (Glauc.), etc.; of flowing water, Polyaen.3.9.61 ; of the ureter, Archig. and Philagr. ap. Aët. 11.4 ; διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει Porph. ap. Eus. PE 3.11.    2 c. acc., pass by or through, D.S.32.27, Plu.2.973d, Herm. ap. Stob.1.49.44, Luc.Nigr.36, IG14.881 (Sinuessa) : Astron., pass through or across, Plu. 2.67oc, Ptol. Tetr.109 ; τὰ αὐτοῦ ὅρια Vett. Val. 145.9 :—Pass., to be passed by, J. BJ5.10.2, Plu.2.759f.    3 pass, spend, τὸν βίον BCH 27.261 (Argos).

German (Pape)

[Seite 524] vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.

Greek (Liddell-Scott)

παροδεύω: παρέρχομαι, ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται πολλάκις Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.

French (Bailly abrégé)

1 passer auprès;
2 aller au delà de, dépasser, acc..
Étymologie: πάροδος.