οὖλον: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ. | |lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, mostly in pl., οὖλα, τά,
A the gums, A.Ch.898, Hp.Epid. 7.113, Aph.3.25, Morb.2.11, Pl.Phdr.251c, Nic.Th.306, etc.: sg., Arist.HA493a1, D.L.7.176.
German (Pape)
[Seite 413] τό, das Zahnfleisch, gew. im plur., οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Aesch. Ch. 885; τὰ οὖλα, Plat. Phaedr. 251 c; oft bei Medic.; sing. bei D. L. 7, 176.
Greek (Liddell-Scott)
οὖλον: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως πρῆσμα τῶν οὔλων, οἴδημα, Ἱππ. 464. 28, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gencive.
Étymologie: DELG étym. obscure.