πεζικός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεζικός''': -ή, -όν, (πεζὸς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πεζὸν στρατιώτην, ὅπλα ἱππικὰ ἢ π. Πλάτ. Νόμ. 753Β· τὸ πεζικόν, ὁ πεζὸς [[στρατός]], οἱ πεζοί, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 38· π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις Συλλ. Ἐπιγρ. 4860· τὰ πεζικά, αἱ κινήσεις τῶν πεζῶν, οἱ ἑλιγμοὶ αὐτῶν, οἱ ἀγαθοὶ τὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 3. 15. 2) [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[πεζός]], ἐπὶ στρατοῦ τῆς ξηρᾶς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ναυτικὴν δύναμιν, ἥ τε π. καὶ ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, πρβλ. Δείναρχ. 109. 31, Αἰσχίν. 65. 45, Πολύβ. 2. 2, 4, κτλ.· ἀλλὰ ἔχει ἀποκατασταθῇ ἡ γραφὴ πεζὸς ἐξ Ἀντιγράφ. ἔν τισι χωρίοις ([[οἷον]] Θουκ. 6. 33., 7. 16), τὸ δὲ πεζικὸς [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀμφίβολον παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἴδε Cobet. N. LL. 341. | |lstext='''πεζικός''': -ή, -όν, (πεζὸς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πεζὸν στρατιώτην, ὅπλα ἱππικὰ ἢ π. Πλάτ. Νόμ. 753Β· τὸ πεζικόν, ὁ πεζὸς [[στρατός]], οἱ πεζοί, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 38· π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις Συλλ. Ἐπιγρ. 4860· τὰ πεζικά, αἱ κινήσεις τῶν πεζῶν, οἱ ἑλιγμοὶ αὐτῶν, οἱ ἀγαθοὶ τὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 3. 15. 2) [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[πεζός]], ἐπὶ στρατοῦ τῆς ξηρᾶς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ναυτικὴν δύναμιν, ἥ τε π. καὶ ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, πρβλ. Δείναρχ. 109. 31, Αἰσχίν. 65. 45, Πολύβ. 2. 2, 4, κτλ.· ἀλλὰ ἔχει ἀποκατασταθῇ ἡ γραφὴ πεζὸς ἐξ Ἀντιγράφ. ἔν τισι χωρίοις ([[οἷον]] Θουκ. 6. 33., 7. 16), τὸ δὲ πεζικὸς [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀμφίβολον παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἴδε Cobet. N. LL. 341. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’infanterie ; τὸ πεζικόν XÉN infanterie ; τὰ πεζικά XÉN les exercices de l’infanterie;<br /><b>2</b> qui concerne une armée de terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (πεζός)
A on foot, π. εἰκών (opp. ἔφιππος) IG42(1).86.29 (Epid.), 5(2).432.13 (Megalop.), etc. 2 of or for a footsoldier, ὅπλα ἱππικὰ ἢ π. Pl.Lg.753b ; τὸ π. the infantry, X.Cyr.5.3.38 codd. ; π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις CIG4860 (Ombi) ; τὰ π. the evolutions of infantry, οἱ ἀγαθοὶ τὰ π. X.Cyr.1.3.15. 3 of a land force, opp. a fleet, ἥ τε π. καὶ ἡ ναυτικὴ δύναμις Id.Mem.3.6.9, cf. Th.6.33, Din.3.10, Aeschin.3.85, Plb.2.2.4, IPE12.352.39 (Chersonesus), etc.; πεζός is v. l. and shd. prob. be read in all passages of early writers. 4 in prose, π. λόγων συντάξεις Vett. Val. 150.23.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße oder zu Lande, bes. das Fußheer betreffend; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζική, Landmacht, Thuc. 6, 33. 7, 16 (Bekk. u. Krüger πεζή, vgl. Thom. Mag.); Xen. Mem. 3, 6, 9; ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικά, Plat. Legg. VI, 753 b; τὸ πεζικόν, Landheer, Xen. Cyr. 5, 3, 38; τοὺς ἀγαθοὺς τὰ πεζικά, zum Dienste zu Fuß, 1, 3, 15, vgl. 4, 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πεζικός: -ή, -όν, (πεζὸς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πεζὸν στρατιώτην, ὅπλα ἱππικὰ ἢ π. Πλάτ. Νόμ. 753Β· τὸ πεζικόν, ὁ πεζὸς στρατός, οἱ πεζοί, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 38· π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις Συλλ. Ἐπιγρ. 4860· τὰ πεζικά, αἱ κινήσεις τῶν πεζῶν, οἱ ἑλιγμοὶ αὐτῶν, οἱ ἀγαθοὶ τὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 3. 15. 2) ὡσαύτως, ὡς τὸ πεζός, ἐπὶ στρατοῦ τῆς ξηρᾶς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ναυτικὴν δύναμιν, ἥ τε π. καὶ ἡ ναυτικὴ δύναμις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, πρβλ. Δείναρχ. 109. 31, Αἰσχίν. 65. 45, Πολύβ. 2. 2, 4, κτλ.· ἀλλὰ ἔχει ἀποκατασταθῇ ἡ γραφὴ πεζὸς ἐξ Ἀντιγράφ. ἔν τισι χωρίοις (οἷον Θουκ. 6. 33., 7. 16), τὸ δὲ πεζικὸς εἶναι ἴσως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀμφίβολον παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἴδε Cobet. N. LL. 341.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’infanterie ; τὸ πεζικόν XÉN infanterie ; τὰ πεζικά XÉN les exercices de l’infanterie;
2 qui concerne une armée de terre.
Étymologie: πεζός.