πήρωσις: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πήρωσις''': ἡ, [[βλάβη]] μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ τῶν αἰσθήσεων, [[ἀτέλεια]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Πλάτ. Νόμ. 874Ε, 925Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, κτλ.· π. τῶν ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 633C, Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 4· (καὶ ἀπολ., [[τύφλωσις]], Πλούτ. 2. 791D, Λουκ. π. Οἴκ. 29)· τῆς ἀκοῆς Πλούτ. 2. 167C· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3., 7. 5, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Κράτης ἐν «Θηβ.» 1. 7. | |lstext='''πήρωσις''': ἡ, [[βλάβη]] μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ τῶν αἰσθήσεων, [[ἀτέλεια]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Πλάτ. Νόμ. 874Ε, 925Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, κτλ.· π. τῶν ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 633C, Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 4· (καὶ ἀπολ., [[τύφλωσις]], Πλούτ. 2. 791D, Λουκ. π. Οἴκ. 29)· τῆς ἀκοῆς Πλούτ. 2. 167C· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3., 7. 5, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Κράτης ἐν «Θηβ.» 1. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />privation de l’usage d’un membre <i>ou</i> d’un sens ; cécité.<br />'''Étymologie:''' [[πηρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A maiming, disabling in the limbs or senses, γῆρας ὁλόκληρός ἐστι π. Democr.296, cf. Arist.EN1131a9 : freq. in pl., Hp.Art.61, Pl.Lg. 874e, 925e, Arist.EN1148b17 ; νόσοι καὶ πηρώσεις ib.1145a31 ; πήρωσις τῶν ὀφθαλμῶν Plu.2.633c, Luc.DMar.2.4 (abs., blindness, Dsc.2.180, Plu.2.791d, Luc.Dom.29) ; ἀκοῆς Plu.2.167c : generally, π. τινὸς αἰσθήσιος Aret.SD1.4; π. ψυχῆς Man.4.518 ; of plants, Thphr.HP2.4.3, 4.14.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, die Beschädigung, Verstümmelung an den Gliedern und Sinnenwerkzeugen; ἐκ τραυμάτων, Plat. Legg. IX, 874 e; σωμάτων νοσήματα καὶ πηρώσεις, XI, 925 e; Arist. u. Sp., bes. Blindheit, Luc. dom. 29; ὀφθαλμῶν, D. Mar. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πήρωσις: ἡ, βλάβη μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ τῶν αἰσθήσεων, ἀτέλεια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Πλάτ. Νόμ. 874Ε, 925Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, κτλ.· π. τῶν ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 633C, Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 4· (καὶ ἀπολ., τύφλωσις, Πλούτ. 2. 791D, Λουκ. π. Οἴκ. 29)· τῆς ἀκοῆς Πλούτ. 2. 167C· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3., 7. 5, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Κράτης ἐν «Θηβ.» 1. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
privation de l’usage d’un membre ou d’un sens ; cécité.
Étymologie: πηρόω.