συνδιαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.
|lstext='''συνδιαλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.
}}
{{bailly
|btext=aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαλλάσσω Medium diacritics: συνδιαλλάσσω Low diacritics: συνδιαλλάσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiallássō Transliteration B: syndiallassō Transliteration C: syndiallasso Beta Code: sundialla/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαλλάττω,

   A help in reconciling, ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.Lys.8, etc.:— fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.Pk.428.    II alter together, A.D.Adv.162.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ πρός τινα, Dem. 19, 36 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. μεταβάλλω ὁμοῦ, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.

French (Bailly abrégé)

aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.
Étymologie: σύν, διαλλάσσω.