πολύθροος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ θορύβου, [[θορυβώδης]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων [[στίχος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
|lstext='''πολύθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ θορύβου, [[θορυβώδης]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων [[στίχος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθροος Medium diacritics: πολύθροος Low diacritics: πολύθροος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΟΟΣ
Transliteration A: polýthroos Transliteration B: polythroos Transliteration C: polythroos Beta Code: polu/qroos

English (LSJ)

ον, contr. πολύ-θρους, ουν,

   A clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.

German (Pape)

[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.