πρατήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρᾱτήριον''': Ἰων. πρητ-, τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγίνοντο πράσεις, [[πωλητήριον]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. [[πρατήρ]]. ― [[Κατὰ]] Μοῖριν σ. 314: «[[πωλητήριον]] Ἀττικοί· [[πρατήριον]] Ἕλληνες».
|lstext='''πρᾱτήριον''': Ἰων. πρητ-, τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγίνοντο πράσεις, [[πωλητήριον]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. [[πρατήρ]]. ― [[Κατὰ]] Μοῖριν σ. 314: «[[πωλητήριον]] Ἀττικοί· [[πρατήριον]] Ἕλληνες».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu où l’on vend, marché.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτήριον Medium diacritics: πρατήριον Low diacritics: πρατήριον Capitals: ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pratḗrion Transliteration B: pratērion Transliteration C: pratirion Beta Code: prath/rion

English (LSJ)

Ion. πρητ-, τό,

   A place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).

German (Pape)

[Seite 696] τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτήριον: Ἰων. πρητ-, τό, τόπος ἔνθα ἐγίνοντο πράσεις, πωλητήριον, Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. πρατήρ. ― Κατὰ Μοῖριν σ. 314: «πωλητήριον Ἀττικοί· πρατήριον Ἕλληνες».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on vend, marché.
Étymologie: πιπράσκω.