προλάζυμαι: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ. | |lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A receive beforehand or by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.
German (Pape)
[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.