προσεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6.
|lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεδρεύω Medium diacritics: προσεδρεύω Low diacritics: προσεδρεύω Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: prosedreúō Transliteration B: prosedreuō Transliteration C: prosedreyo Beta Code: prosedreu/w

English (LSJ)

   A sit near, wait or watch beside, πυρᾷ E.Or.403; π. τινί to be always at his side, keep watch on him, D.34.26; τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς, Id.1.18, Plb.38.13.9; [τοῖς ἐφήβοις] προσκαρτερῶν ἐπιμελῶς καὶ -εύων, of a κοσμητής, IG22.1028.84; π. τῷ θεῷ wait upon God, J.AJ3.4.1; attend to, τοῖς τῆς Ἀσίας πράγμασιν AJA18.327 (Sardis, i B.C.), cf. CIG2715.18 (Stratonicea); τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ J.Ap.1.7; τοῖς ὑπομνήμασι Plb.12.26d.5, cf. Phld.Rh.2.61 S., al.: abs., Arist.HA568b15, Plb.11.4.2; watch the rise of the Nile, Sammelb. 6597 (iii A.D.), al.; persist in, ταῖς φιλοπονίαις Arist.Pol.1338b25; τῷ πόθῳ Alex.234; apply oneself, λίαν Arist.Pol.1337b16; πρὸς ἴδιον to one's own affairs, ib. 1263a29; εἰς τὰ μαθήματα PSI1.94.8 (ii A.D.).    2 besiege, ταῖς Συρακούσαις Plb.8.7.11.    3 wait, προσέδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε BGU892.5 (ii A.D.); esp. attend at a law-court, παρεῖναι καὶ π. τῷ βήματι PAmh.2.81.9 (iii A.D.); attend regularly, serve, as clerk of the court, ib.82.3 (iii/iv A.D.), POxy.59.10 (iii A.D.).    4 to be in seruice, serve, πρὸς τῷ διδασκαλείῳ (as a menial), D.18.258; of an apprentice, π. τῷ διδασκάλῳ POxy.725.10 (ii A.D.); of a servant, παραμένειν . . καὶ π. PStrassb.40.31 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 757] dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προσεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρεύω: ἑδρεύω, κάθημαι, διαμένω πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι πάντοτε πλησίον τινός, «εἰς τὸ πλευρόν του», Δημ. 914. 18. 2) κάθημαι ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., κάθημαι πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, ἐπιμένω εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς ἴδιον προσεδρεύειν αὐτόθι 2. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

se tenir près de, πρός τινι ; être assidûment occupé de, τινι.
Étymologie: πρόσεδρος.