προσήνεμος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον [[ἐστραμμένος]], ἀντίθετον τῷ [[ὑπήνεμος]], Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ. | |lstext='''προσήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον [[ἐστραμμένος]], ἀντίθετον τῷ [[ὑπήνεμος]], Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />exposé au vent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνεμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἄνεμος)
A towards the wind, to windward, X.Oec.18.6; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ Arist.HA616b14; τὰ π. Id.GA 783a32; τὰ εὔπνοα καὶ π. Thphr.CP2.9.1, etc.
German (Pape)
[Seite 765] ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον ἐστραμμένος, ἀντίθετον τῷ ὑπήνεμος, Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ.