στερρότης: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερρότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον [[αὐτοῦ]] ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ [[στερεότης]], ἀντίθετον τῷ [[ὑγρότης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς [[προσωνυμία]] τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1. | |lstext='''στερρότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον [[αὐτοῦ]] ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ [[στερεότης]], ἀντίθετον τῷ [[ὑγρότης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς [[προσωνυμία]] τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />solidité, fermeté.<br />'''Étymologie:''' [[στερρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ, (στερρός (A))
A hardness, firmness, τοῦ πάγου, of ice that will bear, Plu.2.969a; [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.282: metaph., firmness, Ph.1.276. II (στερρός (B)) barrenness, Arist.GA773b27.
Greek (Liddell-Scott)
στερρότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, σταθερότης, ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον αὐτοῦ ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ στερεότης, ἀντίθετον τῷ ὑγρότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς προσωνυμία τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερρός.