συγκατακλίνω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ σύν τινι, τινὰ γαμετῇ Πλούτ. 2. 665Α. ― Παθ., [[πλαγιάζω]] μετά τινος, κατακλίνομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 49· συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23· τινι, μετά τινος, Πλούτ. 2. 138D, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], κατακλίνομαι ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἀνακλίντρου μετ’ ἄλλου κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], ᾄσεται ξυγκατακλινεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. | |lstext='''συγκατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ σύν τινι, τινὰ γαμετῇ Πλούτ. 2. 665Α. ― Παθ., [[πλαγιάζω]] μετά τινος, κατακλίνομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Νεφ. 49· συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23· τινι, μετά τινος, Πλούτ. 2. 138D, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], κατακλίνομαι ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἀνακλίντρου μετ’ ἄλλου κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], ᾄσεται ξυγκατακλινεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire coucher avec : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατακλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A represent as lying with, τινὰ γαμετῇ Plu.2.655a, cf. Lib.Or.59.24:—Pass., lie with, Ar.Nu.49; συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Arist. HA546a26; τινι with one, Clearch.6, Plu.2.138d. 2 make to lie with at table, νέῳ νέον ib.618e:—Pass., ᾄσεται ξυγκατακλινείς Ar. Ach.981 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 965] mit, zusammen, neben einander legen, pass. zusammen, daneben liegen, Ar. Nubb. 50 Ach. 943, bei Tische, Ath. VII, 289 d; τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ, Plut. praec. conj. p. 411, συνεκλίθη τινί, Symp. 1, 2, 3; συγκλιθήσεται, Xen. Eph. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ σύν τινι, τινὰ γαμετῇ Πλούτ. 2. 665Α. ― Παθ., πλαγιάζω μετά τινος, κατακλίνομαι ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 49· συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23· τινι, μετά τινος, Πλούτ. 2. 138D, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. 2) Παθ., ὡσαύτως, κατακλίνομαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀνακλίντρου μετ’ ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, ᾄσεται ξυγκατακλινεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατακλίνω.