συνάφεια: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνάφεια''': Ἰων. ξυναφίη (Ἀρετ. περὶ Σημ. Ὀξ. Παθ. 1. 10), ἡ, = συναφὴ (ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497), [[σύναψις]], [[συνένωσις]], [[συνδυασμός]], [[συνάφεια]], πραγμάτων καὶ τόπων Πλουτ. Δημήτρ. 5, κτλ.· γένους Φαλάρ. Ἐπιστ. 142· πρὸς γένος Ρήτορες (Walz) 8. 126· ― ἡ γραμματικὴ [[συναφή]], [[σύναψις]], Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 501. 2) ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ἡ [[σύναψις]] ἢ [[συνέχεια]] πάντων τῶν στίχων ἐν τῷ ἀναπαιστικῷ συστήματι, δι’ ἣν ἅπαντες μετροῦνται ὡς εἶς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[συνάφεια]]· [[σύζευξις]], [[ἕνωσις]]». | |lstext='''συνάφεια''': Ἰων. ξυναφίη (Ἀρετ. περὶ Σημ. Ὀξ. Παθ. 1. 10), ἡ, = συναφὴ (ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497), [[σύναψις]], [[συνένωσις]], [[συνδυασμός]], [[συνάφεια]], πραγμάτων καὶ τόπων Πλουτ. Δημήτρ. 5, κτλ.· γένους Φαλάρ. Ἐπιστ. 142· πρὸς γένος Ρήτορες (Walz) 8. 126· ― ἡ γραμματικὴ [[συναφή]], [[σύναψις]], Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 501. 2) ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ἡ [[σύναψις]] ἢ [[συνέχεια]] πάντων τῶν στίχων ἐν τῷ ἀναπαιστικῷ συστήματι, δι’ ἣν ἅπαντες μετροῦνται ὡς εἶς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[συνάφεια]]· [[σύζευξις]], [[ἕνωσις]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />union, réunion, concours.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. ξυναφίη (Aret.SA1.10), ἡ,
A combination, connexion, union, junction, πραγμάτων καὶ τόπων Plu.Demetr.5; γένους Phalar.Ep.25; πρὸς γένος Sopater in Rh.8.126 W.; of marriage, Hld. 4.10; γάμου PFlor.93.17 (vi A.D.); of rivers, Sch.Pi.Oxy.841 Fr. 129; of connexion in grammar, A.D.Conj.217.24; of polysyndeton, Demetr.Eloc.63; σ. τῆς ἁρμονίας, of a building, J.BJ5.4.4. 2 in Prosody, the continuous repetition of the same foot an indefinite number of times in an anapaestic or Ionic system, Mar.Vict.2.8.11,3.17.10, Ter. Maur.1516,2071. 3 Astrol. and Astron., conjunction, Ptol.Tetr.52, Procl.Hyp.5.6; σ. γαμική Cat.Cod.Astr.4.153. 4 Medic., crisis, emergency, Hippiatr.129. 5 ἀρίθμησις κατὰ συνάφειαν enumeration with conjunction, so that the last of one series is the first of the next, Gal.18(2).233.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, Verbindung, Gemeinschaft, τόπων, Plut. Demetr. 5; Umgang, der Zustand des συναφής, Sp., s. Lob. Phryn. 497.
Greek (Liddell-Scott)
συνάφεια: Ἰων. ξυναφίη (Ἀρετ. περὶ Σημ. Ὀξ. Παθ. 1. 10), ἡ, = συναφὴ (ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497), σύναψις, συνένωσις, συνδυασμός, συνάφεια, πραγμάτων καὶ τόπων Πλουτ. Δημήτρ. 5, κτλ.· γένους Φαλάρ. Ἐπιστ. 142· πρὸς γένος Ρήτορες (Walz) 8. 126· ― ἡ γραμματικὴ συναφή, σύναψις, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 501. 2) ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ἡ σύναψις ἢ συνέχεια πάντων τῶν στίχων ἐν τῷ ἀναπαιστικῷ συστήματι, δι’ ἣν ἅπαντες μετροῦνται ὡς εἶς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνάφεια· σύζευξις, ἕνωσις».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
union, réunion, concours.
Étymologie: συνάπτω.