ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαταβαίνω Medium diacritics: ὑποκαταβαίνω Low diacritics: υποκαταβαίνω Capitals: ΥΠΟΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hypokatabaínō Transliteration B: hypokatabainō Transliteration C: ypokatavaino Beta Code: u(pokatabai/nw

English (LSJ)

   A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26.    2 go back gradually, i. e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7.    3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20.    4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.

German (Pape)

[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.