χαμηλός: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμηλός''': -ή, -όν, ὁ [[χαμαὶ]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ [[χαμαὶ]] ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· [[πίτυς]] χ., πιθαν. [[χαμαίπιτυς]], [[αὐτόθι]] 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = [[χθαμαλός]], Στράβ. 454 ([[ἔνθα]] κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ [[μηδαμινός]], τίς [[μοῖρα]] ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον [[στιγμή]], καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46. | |lstext='''χᾰμηλός''': -ή, -όν, ὁ [[χαμαὶ]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ [[χαμαὶ]] ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· [[πίτυς]] χ., πιθαν. [[χαμαίπιτυς]], [[αὐτόθι]] 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = [[χθαμαλός]], Στράβ. 454 ([[ἔνθα]] κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ [[μηδαμινός]], τίς [[μοῖρα]] ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον [[στιγμή]], καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; <i>fig.</i> bas;<br /><b>2</b> très petit.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A on the ground, creeping, λειχήν Nic.Th.944; πίτυς χ., = χαμαίπιτυς, ib.841: Comp. -ότερος Id.Fr.70.2. 2 low, = χθαμαλός, Str.10.2.12; of a horse's hoofs, flat, X.Eq.1.3. 3 diminutive, trifling, στιγμῆς εἴ τι -ότερον AP7.472.4 (Leon.); χαμηλὰ πνέων one of a low spirit, Pi.P.11.30.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμηλός: -ή, -όν, ὁ χαμαὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ χαμαὶ ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· πίτυς χ., πιθαν. χαμαίπιτυς, αὐτόθι 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = χθαμαλός, Στράβ. 454 (ἔνθα κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ μηδαμινός, τίς μοῖρα ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον στιγμή, καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; fig. bas;
2 très petit.
Étymologie: χαμαί.