σχοίνινος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227. | |lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, (σχοῖνος)
A of rushes, made of rushes, τεύχη E.Cyc.208; ἡνίαι Id.Fr. 284; ἠθμός Cratin.132; φορμός Ar.Fr.172; πισγίς IG11(2).287 B 50 (Delos, iii B.C.); κύκλος Str.12.5.4.
German (Pape)
[Seite 1056] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνῐνος: -η, -ον, (σχοῖνος) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· σχοίνινος ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.