ταυροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· [[ὅθεν]] ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι [[βοῦς]] ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε [[τοὔνομα]] Ἀριστοφάνης» Φώτιος).
|lstext='''ταυροφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· [[ὅθεν]] ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι [[βοῦς]] ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε [[τοὔνομα]] Ἀριστοφάνης» Φώτιος).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mangeur de taureau <i>(ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[φαγεῖν]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφάγος Medium diacritics: ταυροφάγος Low diacritics: ταυροφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurophágos Transliteration B: taurophagos Transliteration C: tavrofagos Beta Code: taurofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A bull-eating, epith. of Dionysus, S.Fr.668; applied to Cratinus by Ar.Ra.357 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1074] Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε τοὔνομα Ἀριστοφάνης» Φώτιος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de taureau (ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours).
Étymologie: ταῦρος, φαγεῖν.