τράγεος: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τράγεος''': -α, -ον, = [[τράγειος]]· δειπνήσας τ. [[πόδα]] Ἀνθολ. Π. 11. 325. ΙΙ. τρᾰγέα (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, δέρμα τράγου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 60, Πλούτ. 2. 294F· [[ὡσαύτως]] τραγῆ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 118, Εὐστ., ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 317. | |lstext='''τράγεος''': -α, -ον, = [[τράγειος]]· δειπνήσας τ. [[πόδα]] Ἀνθολ. Π. 11. 325. ΙΙ. τρᾰγέα (ἐξυπακ. [[δορά]]), ἡ, δέρμα τράγου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 60, Πλούτ. 2. 294F· [[ὡσαύτως]] τραγῆ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 118, Εὐστ., ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 317. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγέα ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = τράγειος, δειπνήσας τ. πόδα AP11.325 (Autom.). II τρᾰγέα (sc δορά), ἡ, a goat's skin, Thphr.Od.62 (60), Plu.2.294f; also τρᾰγῆ, Poll.4.118, Eust.276.10.
German (Pape)
[Seite 1132] = τράγειος, davon ἡ τραγῆ, sc. δορά, Bockshaut, Bocksfell, Plut.; vgl. Lob. Phryn. 78.
Greek (Liddell-Scott)
τράγεος: -α, -ον, = τράγειος· δειπνήσας τ. πόδα Ἀνθολ. Π. 11. 325. ΙΙ. τρᾰγέα (ἐξυπακ. δορά), ἡ, δέρμα τράγου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 60, Πλούτ. 2. 294F· ὡσαύτως τραγῆ, Πολυδ. Δ΄, 118, Εὐστ., ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 317.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bouc ; ἡ τραγέα (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.