τρίμορφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίμορφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] μορφάς, δέσποιν’ [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι, τρίμορφε, τριπρόσωπε Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = [[τρεῖς]], Μοῖραι τρίμορφοι, αἱ [[τρεῖς]] Μοῖραι, Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. [[τρίγονος]].
|lstext='''τρίμορφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] μορφάς, δέσποιν’ [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι, τρίμορφε, τριπρόσωπε Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = [[τρεῖς]], Μοῖραι τρίμορφοι, αἱ [[τρεῖς]] Μοῖραι, Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. [[τρίγονος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />triple <i>en parl. des Parques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μορφή]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίμορφος Medium diacritics: τρίμορφος Low diacritics: τρίμορφος Capitals: ΤΡΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: trímorphos Transliteration B: trimorphos Transliteration C: trimorfos Beta Code: tri/morfos

English (LSJ)

ον,

   A three-formed, Ἑκάτη τριοδῖτι, τρίμορφε, τριπρόσωπε Chariclid. 1, cf. Lyc.1176, Corn.ND34; τὸν τ. θεὸν ἔτι κυόμενον ἐν τῷ ᾠῷ Orph.Fr. 60; χαῖρε πάτερ κόσμου, χαῖρε τρίμορφε θεός CIG4971 (Egypt), Sammelb. 6128.    II pl., = τρεῖς, Μοῖραι τ. the three fates, A.Pr. 516.

German (Pape)

[Seite 1144] dreigestaltig, Aesch. Prom. 516, Μοῖραι.

Greek (Liddell-Scott)

τρίμορφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς μορφάς, δέσποιν’ Ἑκάτη τριοδῖτι, τρίμορφε, τριπρόσωπε Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Μοῖραι τρίμορφοι, αἱ τρεῖς Μοῖραι, Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. τρίγονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple en parl. des Parques.
Étymologie: τρεῖς, μορφή.