ὑπεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
}}
{{bailly
|btext=détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπεκτρέπομαι (<i>inf. ao.2</i> ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέπω Medium diacritics: ὑπεκτρέπω Low diacritics: υπεκτρέπω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: hypektrépō Transliteration B: hypektrepō Transliteration C: ypektrepo Beta Code: u(pektre/pw

English (LSJ)

   A turn gradually or secretly from a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.Tr.549:—Med., turn aside from, c. acc., Pl.Phd.108b: c. inf., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν decline the task of helping... S.OC566.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέπω), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέπω: ἐκτρέπω κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει πόδα Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ ὅπως μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., ὥστε ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.

French (Bailly abrégé)

détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;
Moy. ὑπεκτρέπομαι (inf. ao.2 ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέπω.