Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινίσσω''': μέλλ. -ξω· ([[φοινός]])· ― [[κάμνω]] τι κόκκινον, [[κοκκινίζω]], αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ [[χρόα]] φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· [[νᾶμα]] δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «[[ἤγουν]] τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = [[αἱμάσσω]], Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.
|lstext='''φοινίσσω''': μέλλ. -ξω· ([[φοινός]])· ― [[κάμνω]] τι κόκκινον, [[κοκκινίζω]], αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ [[χρόα]] φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· [[νᾶμα]] δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «[[ἤγουν]] τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = [[αἱμάσσω]], Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass.</i> ἐφοινίχθην;<br /><b>1</b> rougir de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> faire rougir de honte <i>ou</i> de pudeur, acc. ; <i>Pass.</i> devenir rouge, rougir.<br />'''Étymologie:''' [[φοινός]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίσσω Medium diacritics: φοινίσσω Low diacritics: φοινίσσω Capitals: ΦΟΙΝΙΣΣΩ
Transliteration A: phoiníssō Transliteration B: phoinissō Transliteration C: foinisso Beta Code: foini/ssw

English (LSJ)

E.Or.1285 (lyr.), etc.; fut. ξω B.12.165, etc.: (φοινός): —

   A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.; χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15; σφάγια φ. E. l. c.; φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ Id.IA187 (lyr.); empurple, μόρον S.Fr.395:—Pass., to be or become red, μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110; αἵματι φ. E.Hec.151 (anap.); πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33, cf. Hp.Epid.7.92; καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16; νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61; τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56:—Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254, cf. Nonn.D.34.143.    2 in the Perrhaebian dialect, = αἱμάσσω, Arist.Mir.843b14.    3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.    II intr., become blood-red, Nic.Th.238; ἄνθη μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους Dsc.4.159.

German (Pape)

[Seite 1296] röthen, roth machen; αἵματι πόντον Orak. bei Her. 8, 77; μάστιγι φοινιχθείς Soph. Ai. 110; σφάγια φοινίσσω Eur. Or. 1285; übrtr., φοινίσσουσα παρηΐδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ I. A. 187; – pass. roth werden, φοινίσσετο σάρξ Rufin. 2 (V, 35), φοινίχθη καλὸν χρόα Ap. Rh. 3, 725, wie Theocr. 20, 16; auch = schminken; bei den Aerzten = die Haut durch aufgelegte Zugpflaster od. beizende Mittel reizen u. röthen, vgl. Nic. Al. 254, wie Opp. Hal. 2, 427. – Auch intrans., roth werden, erröthen, Nic. Ther. 238. 303. 845; vgl. Soph. frg. 698.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίσσω: μέλλ. -ξω· (φοινός)· ― κάμνω τι κόκκινον, κοκκινίζω, αἵματι δ’ Ἄρης πόντον φοινίξει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· σφάγια φοινίσσειν Εὐρ. Ὀρ. 1285· φοινίσσουσα παρῇδ’ ἐμὰν αἰσχύνᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 187. ― Παθ., γίνομαι κόκκινος, μάστιγι φοινιχθεὶς Σοφ. Αἴ. 110· φ. αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 152· καὶ χρόα φοινίχθην Θεόκρ. 20. 16· νᾶμα δ’ ἐφοινίχθη ὁ αὐτ. 23. 61. ― Μέσ., σκίλλη... φοινίξατο σάρκα, «ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 254, πρβλ. Νόνν. Δ. 34. 143. 2) κατὰ τὴν διάλεκτον Περραιβῶν, = αἱμάσσω, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 132. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, Νικ. Θηρ. 238, Ὀππ. Ἁλ. 2. 428.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐφοινίχθην;
1 rougir de sang;
2 p. ext. faire rougir de honte ou de pudeur, acc. ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: φοινός.