ὑπολάμπω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]], [[κάτωθεν]], [[λάμπω]] [[ὑποκάτω]], [[οὐκοῦν]] ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. [[ἀρχίζω]] νὰ [[λάμπω]], ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. [[ἐπιλάμπω]]), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως [[αὐτόθι]] 10. 50· ὑπ. ἡ [[ἡμέρα]] Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ [[ἦθος]] ταῖς παρεῖαις [[Πολυδ]]. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]]: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
|lstext='''ὑπολάμπω''': μέλλ. -ψω, [[λάμπω]], [[κάτωθεν]], [[λάμπω]] [[ὑποκάτω]], [[οὐκοῦν]] ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ [[ἥλιος]] εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους [[ὑπὲρ]] ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. [[ἀρχίζω]] νὰ [[λάμπω]], ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. [[ἐπιλάμπω]]), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως [[αὐτόθι]] 10. 50· ὑπ. ἡ [[ἡμέρα]] Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ [[ἦθος]] ταῖς παρεῖαις [[Πολυδ]]. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]]: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> briller sous <i>ou</i> à travers;<br /><b>2</b> briller faiblement;<br /><b>3</b> commencer à briller.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λάμπω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολάμπω Medium diacritics: ὑπολάμπω Low diacritics: υπολάμπω Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: hypolámpō Transliteration B: hypolampō Transliteration C: ypolampo Beta Code: u(pola/mpw

English (LSJ)

   A shine under, ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑ. X.Mem.3.8.9; ὑ. τὰ ὄμματα καθεύδοντος, of a lion, Plu.2.670c:— Med., τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον AP12.80 (Mel.).    II begin to shine, ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Hdt.1.190, cf. Ael.NA8.22; ἕως ὑ. ib.10.50; ὑ. ἡ ἡμέρα Plu.Ant.49: metaph., ὑ. τὸ ἦθος ταῖς παρειαῖς Poll.2.87.

German (Pape)

[Seite 1223] darunter od. dabei glänzen, hervorglänzen; ὄσσε μετώπῳ ὑπέλαμπε Ap. Rh. 4, 1437; τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε = ὑπεφαίνετο, Her. 1, 190, wie τοῦ ἔαρος ὑπολάμψαντος 8, 130, wo die meisten mss. ἐπιλάμψαντος haben; ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει Xen. Mem. 3, 8,9. – Med. in derselben Bedeutung, δαΐδων ὑπολαμπομενάων, Il. 18, 492 u. öfter, wo jetzt δαΐδων ὕπο λαμπομενάων geschrieben wird (vgl. ὑπό); – πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Mel. 55 (XII, 80); Ap. Rh. 1, 1280.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολάμπω: μέλλ. -ψω, λάμπω, κάτωθεν, λάμπω ὑποκάτω, οὐκοῦν ἐν ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει, τοῦ δὲ θέρους ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν στεγῶν πορευόμενος σκιὰν παρέχει; Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· κοιμᾶται δὲ ἀκαρὲς χρόνου καὶ ὑπολάμπει τὰ ὄμματα καθεύδοντος, ἐπὶ λέοντος, Πλούτ. 2. 670C· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πῦρ τέφρῃ ὑπολαμπόμενον Ἀνθ. Παλατ. 12. 80. ΙΙ. ἀρχίζω νὰ λάμπω, ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε, ὡς τὸ ὑπεφαίνετο, Ἡρόδ. 1. 190 (πρβλ. ἐπιλάμπω), Αἰλ. π. Ζῴων 8. 22· ὑπ. ἕως αὐτόθι 10. 50· ὑπ. ἡ ἡμέρα Πλουτ. Ἀντών. 49· μεταφορ., ὑπολάμπει τὸ ἦθος ταῖς παρεῖαις Πολυδ. Β΄, 87· ― ἐν Ἰλ. Σ. 492, Ὀδ. Τ. 48., Ψ. 290 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.

French (Bailly abrégé)

1 briller sous ou à travers;
2 briller faiblement;
3 commencer à briller.
Étymologie: ὑπό, λάμπω.