φιλοπραγμοσύνη: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοπραγμοσύνη''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φιλοπράγμων]], [[ἤγουν]] [[περίεργος]] καὶ [[πολυάσχολος]], [[περιεργία]], [[ἀνήσυχος]] [[τρόπος]] τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις [[ἀνάμιξις]], φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ [[πολυπραγμοσύνη]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1. | |lstext='''φῐλοπραγμοσύνη''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φιλοπράγμων]], [[ἤγουν]] [[περίεργος]] καὶ [[πολυάσχολος]], [[περιεργία]], [[ἀνήσυχος]] [[τρόπος]] τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις [[ἀνάμιξις]], φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ [[πολυπραγμοσύνη]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />manie de se mêler des affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπράγμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A busy disposition, meddlesomeness, restless habit of life, φεύγοντος τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Pl.R.549c; of Philip of Macedon, D.1.14, 4.42; of Meidias, Id.21.137; synon. with πολυπραγμοσύνη, Arist.Top.111a10.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, das Wesen des φιλοπράγμων, Geschäftigkeit, Thätigkeit; φεύγοντας τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην Plat. Rep. VIII, 549 c; Dem. 1, 14 u. öfter; bes. unnütze Geschäftigkeit, Einmengung in fremde Händel, dah. Streit- od. Prozeßsucht, Sp. – Bei Strab. 1, 1,7 im guten Sinne von Homers vielseitigen geographischen Kenntnissen.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπραγμοσύνη: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φιλοπράγμων, ἤγουν περίεργος καὶ πολυάσχολος, περιεργία, ἀνήσυχος τρόπος τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις ἀνάμιξις, φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ πολυπραγμοσύνη, Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
manie de se mêler des affaires d’autrui.
Étymologie: φιλοπράγμων.