χαλαστικός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλαστικός''': -ή, -όν, ([[χαλάω]]) ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, [[ἔλαιον]] σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.
|lstext='''χᾰλαστικός''': -ή, -όν, ([[χαλάω]]) ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, [[ἔλαιον]] σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαστικός Medium diacritics: χαλαστικός Low diacritics: χαλαστικός Capitals: ΧΑΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chalastikós Transliteration B: chalastikos Transliteration C: chalastikos Beta Code: xalastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χαλάω)

   A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e.    2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.

German (Pape)

[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à relâcher, à détendre, gén..
Étymologie: χαλάω.