ἅδην: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[ἄδδην]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> à satiété, assez : [[ἔδμεναι]] [[ἅδην]] IL manger à satiété ; avec un part., [[ἅδην]] [[εἶχον]] κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;<br /><b>2</b> abondamment, complètement : Τρῶας [[ἅδην]] ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.<br />'''Étymologie:''' propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. <i>lat.</i> sat, satis.
|btext=<i>mieux que</i> [[ἄδδην]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> à satiété, assez : [[ἔδμεναι]] [[ἅδην]] IL manger à satiété ; avec un part., [[ἅδην]] [[εἶχον]] κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;<br /><b>2</b> abondamment, complètement : Τρῶας [[ἅδην]] ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.<br />'''Étymologie:''' propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. <i>lat.</i> sat, satis.
}}
{{Autenrieth
|auten=to [[satiety]], to [[excess]]; [[ἅδην]] [[ἐλάαν]] κακότητος, πολέμοιο, ‘[[until]] he gets [[enough]]’ of [[trouble]], etc.
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅδην Medium diacritics: ἅδην Low diacritics: άδην Capitals: ΑΔΗΝ
Transliteration A: hádēn Transliteration B: hadēn Transliteration C: adin Beta Code: a(/dhn

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἄδην, Adv.

   A to one's fill, ἔδμεναι ἄ. Il.5.203,al.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt.272c; πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30.    2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι . . πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315; Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423; ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag.828; καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e, cf. R.341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm.153d, cf. E.Ion975; τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15; ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b: c. part., ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39.    3 unceasingly, A.R.2.82, cf.4.1216.    4 = ἅλις, ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.47. [ᾰ, except in the phrase ἔδμεναι ἄδην; v. sub ἁδέω.] (From s[schwa]-δην, cf. Lat. s[acaron]-tis.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅδην: ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, μέχρι κόρου, ἔδμεναι ἄδδην, ἐσθίειν μέχρι κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) μετὰ γεν. οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἅδην ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· ἅδην ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, εἶναι κεκορεσμένον ἐξ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ φαγεῖν, Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - ὡσαύτως, ἅδην ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· ἐντεῦθεν ἀδέω, ἄδος· ὡσαύτως, ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ τύπος τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, ὁπόθεν καὶ τὸ ἄατος.) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως ἔδμεναι ἄδην· ἴδε ἐν λ. ἀδέω].

French (Bailly abrégé)

mieux que ἄδδην;
adv.
1 à satiété, assez : ἔδμεναι ἅδην IL manger à satiété ; avec un part., ἅδην εἶχον κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;
2 abondamment, complètement : Τρῶας ἅδην ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.
Étymologie: propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. lat. sat, satis.

English (Autenrieth)

to satiety, to excess; ἅδην ἐλάαν κακότητος, πολέμοιο, ‘until he gets enough’ of trouble, etc.