ἀπατάω: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπάτων]], <i>f.</i> ἀπατήσω, <i>ao.</i> [[ἠπάτησα]], <i>pf.</i> [[ἠπάτηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπατηθήσομαι, <i>ao.</i> ἠπατήθην, <i>pf.</i> ἠπάτημαι;<br /><b>1</b> tromper, décevoir : τινά [[τι]] qqn par qqe ruse ; <i>abs.</i> être trompeur;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, <i>sel. d’autres</i> être trompé par qqn ; [[περί]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπάτων]], <i>f.</i> ἀπατήσω, <i>ao.</i> [[ἠπάτησα]], <i>pf.</i> [[ἠπάτηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀπατηθήσομαι, <i>ao.</i> ἠπατήθην, <i>pf.</i> ἠπάτημαι;<br /><b>1</b> tromper, décevoir : τινά [[τι]] qqn par qqe ruse ; <i>abs.</i> être trompeur;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, <i>sel. d’autres</i> être trompé par qqn ; [[περί]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἀπάτη]]), fut. -ησω, aor. ἀπάτησα: [[deceive]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
[ᾰπ], late Ion. ἀπατ-έω Luc.Syr.D.27 (Pass.): impf.
A ἠπάτων E.El.938, Ion. ἐξ-απάτασκον Orac. in Ar.Pax1070: fut. -ήσω: aor. ἠπάτησα, Ion. ἀπ- Il.9.344, S.Tr.500 (lyr.): pf. ἠπάτηκα Id.Ph. 929:—Pass., fut. ἀπατηθήσομαι Arist.APr.67a38, cf. (ἐξ-) Pl.Cra. 436b, Aeschin.2.123; also in Med. form ἀπατήσομαι Pl.Phdr.262a, (ἐξ-) X.An.7.3.3: aor. ἠπατήθην Pl.Cri.52e: pf. ἠπάτημαι Th.5.46, etc.: (ἀπάτη):—cheat, deceive, Il.19.97, Od.17.139, etc.; cheat one's hopes, Hes.Op.462; οἷ' ἠπάτηκας S.Ph.929; κλέμματα . . ἂ τὸν πολέμιον ἀπατήσας Th.5.9: abs., to be deceptive or fallacious, Arist.Rh. 1376b28:—Pass., to be self-deceived, mistaken, Pi.Fr.182, S.OT594, Pl.Phdr.262a, etc.; ἔγνωκα . . φωτὸς ἠπατημένη S.Aj.807; τί γὰρ οὐκ . . ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; comes not belied by the result? Id.El.170; ἀ. περί τι Arist.Rh.1368b22; περί τινος Id.Sens.442b8; ἀ. ταύτην τὴν ἀπάτην Id.AP0.74a6; also ἀπατᾶσθαι ὡς .. to be deceived into thinking that... Pl.Prt.323a.—The compd. ἐξαπατάω is more common, esp. in Hdt. and Att. Prose; the simple Verb is used in LXX Ge.3.13, al., but not by Plb., and is rare in later Greek, Plu. 2.15d.
German (Pape)
[Seite 281] betrügen, täuschen; Hom. Iliad. 9, 344. 15, 33 Od. 4, 348. 17, 139; δολοφροσύνῃς Iliad. 19, 97; Pind. frg. 175; im pass. Soph. Ai. 794; einzeln in att. Prosa, κλέμματα ἀπατᾶν τινα Thuc. 5, 9, doch seltener als das composit. ἐξαπατάω; – ἀπατᾶσθαι, ὡς, sich trügerischer Weise überreden lassen, etwas zu thun, Plat. Prot. 323 a; ἀπατήσομαι passiv. Phaedr. 262 a. – Sp. sich die Zeit vertreiben, wie fallere tempus. – Med., sich irren, Heliod. – Die Abltg ist zweifelhaft, vgl. Buttmann Lexil. 1, 274.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτάω: Ἰων. -έω: παρατ. ἠπάτων Εὐρ. Ἠλ. 938, Ἰων. ἐξαπάτεσκον Χρησμ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1070: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠπάτησα, Ἰων. ἀπάτησα Ἰλ. Ι. 344. Σοφ. Τρ. 500 (λυρ.): πρκμ. ἠπάτηκα: ― Παθ., μέλλ. ἀπατηθήσομαι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 21, 9, πρβλ. (ἐξ-) Πλάτ. Κρατ. 436Β, Αἰσχίν.· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσ. τύπω ἀπατήσομαι Πλάτ. Φαίδρ. 262Α, (ἐξ-) Ξεν. Ἀν. 7. 3, 3: ἀόρ. ἠπατήθην Πλάτ.: πρκμ. ἠπάτημαι Θουκ., κτλ.: (ἀπάτη). Ἀπατῶ. Λατ. decipere, Ἰλ. Τ. 97, Ὀδ. Ρ. 139, κτλ.: διαψεύδω τινὸς τὰς ἐλπίδας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· οἷ’ ἠπάτηκας Σοφ. Φ. 929· κλέμματα… ἃ τὸν πολέμιον ἀπατήσας (αἰτ. σύστοιχος: κατὰ σημασ.) Θουκ. 5. 9: ― ἀπολ., εἶμαι ἀπατηλός, Ἀριστ. Ρητ. 1.15, 25: ― Παθ., ἀπατῶμαι, σφάλλομαι, Σοφ. Ο. Τ. 594· ἔγνωκα… φωτὸς ἠπατημένη ὁ αὐτ. Αἴ. 807. κτλ.· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; τί ἀγγελία μοὶ ἔρχεται ἥτις νὰ μὴ εἶναι ἀπατηλή; ὁ αὐτ. Ἠλ. 170, ἔνθα ἴδε Jebb: οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀπ. περί τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 4· περί τινος ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 21· ἀπ. ταύτην τὴν ἀπάτην ὁ αὐτ. Ἀν. Ὕστ. 1. 5, 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀπατᾶσθαι, ὡς.., σφάλλεσθαι ἐν τῷ νομίζειν ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 323Α: ― Τὸ σύνθ. ἐξαπατάω εἶναι συνηθέστερον ἰδίως παρ’ Ἡροδότῳ καὶ τοῦς πεζοῖς Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠπάτων, f. ἀπατήσω, ao. ἠπάτησα, pf. ἠπάτηκα;
Pass. f. ἀπατηθήσομαι, ao. ἠπατήθην, pf. ἠπάτημαι;
1 tromper, décevoir : τινά τι qqn par qqe ruse ; abs. être trompeur;
2 Pass. être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, sel. d’autres être trompé par qqn ; περί τι sur qch.
Étymologie: ἀπάτη.