προμνηστῖνοι: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αι;<br /><i>adj. pl.</i><br />qui vont l’un après l’autre.<br />'''Étymologie:''' προμένω. | |btext=αι;<br /><i>adj. pl.</i><br />qui vont l’un après l’autre.<br />'''Étymologie:''' προμένω. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[one]] [[before]] ([[after]]) [[another]], [[successively]], opp. [[ἅμα]] πάντες, Od. 21.230 and Od. 11.233. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
αι,
A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.
German (Pape)
[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.
Greek (Liddell-Scott)
προμνηστῖνοι: αι, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἀλλεπάλληλοι, προμνηστῖναι ἐπήισαν Ὀδ. Λ. 233· προμνηστῖνοι ἐσέλθετε μηδ’ ἅμα πάντες, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον καὶ μὴ πάντες ὁμοῦ, Φ. 230. ― (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένω, ἀντὶ προμενετῖνοι ― ἕκαστος ἀναμένων τὸν πρότερον. Περὶ τῆς καταλήξ. πρβλ. ἀγχιστῖνος.) ― Κατὰ Σουΐδ. «προμνηστῖνοι· κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς»· καθ’ Ἡσύχ.: «προμνηστῖναι· ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν».
French (Bailly abrégé)
αι;
adj. pl.
qui vont l’un après l’autre.
Étymologie: προμένω.
English (Autenrieth)
one before (after) another, successively, opp. ἅμα πάντες, Od. 21.230 and Od. 11.233.