αὖος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>att.</i> [[αὗος]];<br />sec, desséché (bois, terre, fruit, <i>etc.</i>) ; [[αὖον]] ἀϋτεῖν IL résonner d’un bruit sec.<br />'''Étymologie:''' [[αὔω]].
|btext=η, ον :<br /><i>att.</i> [[αὗος]];<br />sec, desséché (bois, terre, fruit, <i>etc.</i>) ; [[αὖον]] ἀϋτεῖν IL résonner d’un bruit sec.<br />'''Étymologie:''' [[αὔω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[dry]], neut. as adv., of [[sound]], hoarse, [[grating]], Il. 12.160, Il. 13.441.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖος Medium diacritics: αὖος Low diacritics: αύος Capitals: ΑΥΟΣ
Transliteration A: aûos Transliteration B: auos Transliteration C: ayos Beta Code: au)=os

English (LSJ)

η, ον, Att. αὖος, α, ον, also ος, ον Arist.Pr.860a28, Philostr. VS1.21.1:—

   A dry, ξύλον a pole, Il.23.327; αὖα παλαί, περίκηλα, of timber, Od.5.240, cf. Pl.Lg.761c; αὔην καὶ διερὴν ἀρόων (sc. γῆν) Hes.Op.460; βόας αὔας shields of ox-hide, Il.12.137, cf. 17.493; so, of hippopotamus' hide, Hdt.2.71; τρύφος ἄρτου stale, AP6.105 (Apollonid.); withered, στέφανος Ar.Eq.534.    2 of sound, αὖον ἀϋτεῖν or αὔειν give a dry, rasping sound, κόρυθες δ' ἀμφ' αὖον ἀΰτευν Il.12.160; αὖον ἄϋσεν [θώρηξ] 13.441; αὖον δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ prob. in Epic. Oxy. 1794.8.    3 αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν, i. e. to cut the nail from the quick, Hes.Op.743.    4 drained dry, exhausted, Alex.158, Theoc.8.48 (Comp.), prob. in Ant.Lib.24.1.    5 thirsty, δίψῃ αὔη IG14.638 (Petelia), cf. GDI4959a (Eleutherna), Luc.Luct.8.    6 trembling, shivering (like a dry leaf), of the aged, Ar.Lys.385; esp. of fear, αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit.480, cf.Pk.163, J.BJ1.19.5: abs., ib.6.4.2, Hld.1.12.    7 metaph., 'stony broke', without money, Luc. Tox. 16, DMeretr.14.1, Alciphr.3.70.    8 of lit. style, dry, ἰδέα λόγων Philostr.VS1.20.2.    9 αὔη ψυχὴ σοφωτάτη dub. in Heraclit.118. (Cf. Lith. sauũsas 'dry', OE. séar.)

German (Pape)

[Seite 394] η, ον, att. αὗος, dürr, trocken, Bäume, Schiffsbauholz Od. 5, 240; Her. 2, 92; ὕλη αὔη καὶ ξηρά Plat. Legg. VI, 761 c; βόες αὐότεραι Theocr. 8, 48; αὖον ἀυτεῖν, krachend ertönen, wie wenn dürres Holz gespalten wird, Il. 12, 160; von einem abgelebten Greise, Ar. Lys. 385; ausgesogen, verarmt, Luc. D. Mer. 14; vgl. Tox. 16; vor Furcht erstarrt, Heliod. 1, 12; auch = durstig.

Greek (Liddell-Scott)

αὖος: -η, -ον, καὶ Ἀττ. αὖος, α, ον (αὔω): ― ξηρός, αὖα πάλαι, περίκηλα, ξηρὰ ἀπὸ πολλοῦ, περισσῶς κατεσκληκότα, ἐπὶ ξύλων, Ὀδ. Ε. 240· αὔην καὶ διερὴν ἀρόων (ἐνν. γῆν) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 458· ξηρός, ἐπὶ καρποῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαλός, Ἡρόδ. 2. 71, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 761C· μεμαραμμένος, ἐξηραμμένος, ἐπὶ φύλλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 534: ― ἐν Ἰλ. μόνον ἐν τῇ φράσει, αὖον ἀῡτεῖν ἢ αὔειν, ἀποτελῶ ξηρὸν ἦχον (ὡς τὸ aridus fragor ἐν Οὐεργ., πρβλ. καρφαλέος), ἐπὶ μετάλλου, κόρυθες δ’ ἀμφ’ αὖον αΰτευν, «αἱ περκεφαλαῖαι δὲ αὐτῶν ξηρὸν ἦχον ἀποτέλουν, περιήχουν» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 160· αὖον ἄϋσεν, [ὁ χαλκοῦς χιτών], Ν. 441: ― μηδ’ ἀπὸ πεντόζοιο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν αἴθωνι σιδήρῳ, «μὴ ἐξονυχίχου ἐν ταῖς ἑορταῖς, μηδὲ τὸν ξηρὸν ὄνυχα ἐκ τῶν χλωρῶν καὶ ζώντων δακτύλων τῆς πεντόζου χειρὸς ἀπότεμνε», (Σχόλ. Τζέτζ.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 741. 2) κατεσκληκώς, μεμαραμμένος, ἐπὶ γέροντος, ἀλλ’ αὖός εἰμ’ ἥδη τρέμων Ἀριστοφ. Λυσ. 385· σῶμα μὲν ἐμοῦ τὸ θνητὸν αὖον ἐγένετο Ἄλεξ. ἐν «Ὀλυμπιοδώρῳ» 1. 3) ἀπεξηραμμένος, ξηρός, χὼ τὰς βῶς βόσκων χαὶ βόες αὐότεροι Θεόκρ. 8. 48· δίψῃ αὔη Ἐπιγράμμ. Ἐλλ. 1037. 8· ἐκπεπηγμένος, ἐγὼ δ’ ὥσπερ τυφῶνι βληθεὶς αὖος, ἀπόπληκτος εἱστήκειν, ὡς τὸ τῆς σημερινῆς «ἔμεινα ξερός», Ἡλιοδ. Αἰθ. 1. 12, σ. 19, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ τ. 2, σ. 23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. αὗος;
sec, desséché (bois, terre, fruit, etc.) ; αὖον ἀϋτεῖν IL résonner d’un bruit sec.
Étymologie: αὔω.

English (Autenrieth)

dry, neut. as adv., of sound, hoarse, grating, Il. 12.160, Il. 13.441.