διανύω: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διήνυσα, <i>etc.</i><br />achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n’a pas encore fini de raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνύω]].
|btext=<i>ao.</i> διήνυσα, <i>etc.</i><br />achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n’a pas encore fini de raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνύω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. διήνυσεν: [[finish]], Od. 21.517†.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰνύω Medium diacritics: διανύω Low diacritics: διανύω Capitals: ΔΙΑΝΥΩ
Transliteration A: dianýō Transliteration B: dianyō Transliteration C: dianyo Beta Code: dianu/w

English (LSJ)

(also διᾰνύτω S.Ichn.64, X.Mem.2.4.7) [ῠ], pf.

   A -ήνυκα Plb.4.11.7:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα δ. finish a journey, h.Cer.380, cf. h.Ap.108; δίαυλον E.El.825; τὸ ἑξῆς τῆς ὁδοῦ X. l.c.; τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7; πόνους Vett.Val. 330.9; τὰ προσήκοντα POxy.1469.4 (iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.Op.635; πλεῖον δ. traverse, of a point moving along a line, Arist.LI968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.; τόπους Plb.4.11.7: abs., δ. εἰς τὰς ὑπερβολάς arrive at a place, Id.3.53.9:—Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: aor. inf. διανυσθῆναι Hsch.: c. part., finish doing a thing, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν continued giving... E.Or.1663: abs., live, Vett. Val.58.17.

German (Pape)

[Seite 593] (s. ἀνύω) ganz vollenden, zu Ende bringen. Hom. Odyss. 17, 517 ἀλλ' οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων, aber noch erzählte er seine unglücklichen Schicksale nicht zu Ende. Vgl. ἀπανύω und ἐξανύω. – Folgende bes. ὁδόν, κέλευθον, H. h. Cer. 380 Ap. 108; Xen. Cyr. 1, 4, 28; πολὺν δια πόντον ἀνύσσας, Hes. O. 633, die Fahrt über das Meer vollenden; διαύλους ἱππίους Eur. El. 825; χώραν, durchwandern, Pol. 3, 86, 9; auch ohne Zusatz, hinkommen, ἐς τὰς ὑπερβολάς, πρὸς τὴν πόλιν, 3, 53, 9. 2, 54, 9. Aehnl. Eur. Or. 1663 ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ' ἀεὶ διήνυσεν.

Greek (Liddell-Scott)

διανύω: μεταγεν. ὡσαύτως διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· (ἀνύω)· - φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - ἐντεῦθεν ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., διέρχομαι μεγαλείτερον διάστημα, Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, φθάνω εἴς τι μέρος, Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. ἀνύω Ι. 3· - μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· ἀλλά, πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.

French (Bailly abrégé)

ao. διήνυσα, etc.
achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n’a pas encore fini de raconter.
Étymologie: διά, ἀνύω.

English (Autenrieth)

aor. διήνυσεν: finish, Od. 21.517†.