ῥαδινός: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> souple, flexible;<br /><b>II. 1</b> agile, rapide;<br /><b>2</b> svelte, élancé;<br /><b>3</b> tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραδ <i>ou</i> Ῥαδ, être souple, flexible. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> souple, flexible;<br /><b>II. 1</b> agile, rapide;<br /><b>2</b> svelte, élancé;<br /><b>3</b> tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραδ <i>ou</i> Ῥαδ, être souple, flexible. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(ϝρ.): [[slender]], [[pliant]], Il. 23.583†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. βράδῐνος [ᾰ], α, ον, poet. Adj.
A slender, taper, ἱμάσθλη Il.23.583; ἄκοντες Stesich.53; κίονες Ibyc.58; of plants, ὄρπαξ Sapph.104; φοῖνιξ Thgn.6; κυπάρισσοι Theoc.11.45, 27.46. 2 of the limbs or body, taper, slim, slender, πόδες h.Cer.183, Hes.Th.195; χεῖρες Thgn.1002, cf. Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.); μηροί Anacr. 66; πῶλοι Id.165 (unless in signf. 3); βραδίναν Ἀφροδίταν Sapph.90; παῖς Theoc.10.24; σώματα X.Lac.2.5; ῥ. τῷ μήκει τοῦ σώματος Plu.2.723d; of the neck, Aret.SD1.8; τράχηλος AP5.131 (Phld.); πτέρυγες (of a cicada) ib.7.200 (Nic.). 3 generally, soft, tender, ῥαδινῇ τῇ κόμῃ, of ivy, Ach.Tat.1.15; δέρμα προβάτου ὡς ὅτι ῥαδινώτατον Id.3.21: metaph., tender or mobile, ὄσσε A.Pr.401 (lyr.); and the Gramm. (Sch.A. l.c.) give εὐκίνητος among other interpretations.
German (Pape)
[Seite 831] äol. βραδινός, schwank, schlank; ἱμάσθλη, die schwanke Gerte od. Peitsche, Il. 23, 583 (nach Apoll. L. H. παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖσθαι, s. unten); πόδες, flinke, leicht bewegliche Füße, h. Cer. 183 Hes. Th. 195, die B. A. 6, 26 erkl. werden ὀρθοὶ καὶ ἁπαλοί, ἢ εὖ πεφυκότες, zu allgemein; χεῖρες, seine, flinke od. zierliche Hände, Theogn. 6. Nach Schol. Ap. Rh. 3, 106 brauchte es Anacr. ἐπὶ τάχους, ῥαδινοὶ πῶλοι, Ibyc. ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων κιόνων ἀντὶ τοῦ εὐμεγέθεις, schlanke Säulen, u. Stesichor. ἐπὶ τοῦ εὐτόνου, ἄκοντας ῥαδινούς; die VLL. erkl. λεπτός, ἰσχνός; Aesch. ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος, Prom. 399, von Thränen; übh. schlank, aufgeschossen, dünn, zart, vom menschlichen Körper u. einzelnen Theilen desselben, wie von Pflanzen; παῖς, Theocr. 10, 24; κυπάρισσοι, 11, 45; ῥίζα, Nic. Ther. 545; so Xen. τροφὴ σώματα ῥαδινὰ ποιοῦσα, Lac. 2, 6, im Ggstz von διαπλατύνουσα; u. Plut. ῥαδινὸν τῷ μήκει τοῦ σώματος, Symp. 8, 4, 1. Bes. von der Aphrodite u. von Mädchen, Agath. 14. 15. 20 (V, 218. 220. 282), u. öfter in der Anth., wo auch Dionysos so heißt, Hymn. (IX, 524, 14); auch mit tadelndem Nebenbegriffe des Weichlichen, Schwächlichen. – [Die Ableitung von ῥᾴδιος hat wegen der Kürze des α große Bedenklichkeiten, weshalb man an κραδαίνω u. ä., auch βράζω, βράσσω gedacht hat, so daß schwanken, bewegen die Grundbedeutung wäre.]
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰδινός: -ή, -όν, Αἰολ. βραδινός, ή όν· - ποιητ. ἐπίθ., λεπτὸς καὶ ἐπιμήκης, ἰμάσθλη Ἰλ. Ψ. 583· ῥαδινοὺς ἄκοντας Στησίχ. 50· κίονες Ἴβυκος 52· ἐπὶ φυτῶν, ὄρπαξ Σαπφὼ 105· φοίνιξ Θέογν. 6· κυπάρισσοι Θεόκρ. 11. 45., 27. 45. 2) ἐπὶ τοῦ σχήματος νεανικῶν μελῶν καὶ νεανικοῦ σώματος, λεπτοφυής, «λεπτοκαμωμένος», λεπτός, ἁπαλός, πόδες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 183, Ἡσ. Θεογ. 195· χεῖρες Θέογν. 1002· μηροί Ἀνακρ. 65· πῶλοι ὁ αὐτ. 104, ἔνθα ἴδε Bgk.· βραδινὰν Ἀφροδίταν Σαπφὼ 91, πρβλ. Θεόκρ. 10. 24· σώματα Ξεν. Λακ. 2, 6· ῥαδινὸς τῷ μήκει τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 723D· συχν. ἐν τῇ Ἀνθ. 3) καθόλου, λεπτός, ἁπαλός, ἢ εὐκίνητος, ὄσσε Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ οἱ γραμματ. μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἑρμηνειῶν ἔχουσι καὶ τὴν ἑρμηνείαν εὐκίνητος. (Ἐκ τῆς √ΡΑΔ ἢ ΒΡΑΔ· πρβλ. ῥοδάνη, ῥαδάνη, ῥοδανός καὶ ῥαδαλός, ὀρόδαμνος, ῥάδαμνος, ῥάδιξ, ῥίζα, ἴσως δὲ καὶ ῥόδον (Αἰολ. βρόδον)· ὥστε ἡ πρώτη ἔννοια θὰ ἦτο εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, «λυγερός». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαδινόν· λεπτόν, ἰσχνόν, εὐκίνητον, ἁπαλόν, εὐδιάσειστον», πρβλ. «ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρωσε ἐγκεκλιμένον» παρὰ τῷ αὐτῷ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. souple, flexible;
II. 1 agile, rapide;
2 svelte, élancé;
3 tendre, délicat.
Étymologie: R. Ϝραδ ou Ῥαδ, être souple, flexible.