νιφάς: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>subst.</i> neige ; [[αἱ]] νιφάδες flocons de neige;<br /><b>2</b> <i>adj. f.</i> neigeuse.<br />'''Étymologie:''' [[νίφω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>subst.</i> neige ; [[αἱ]] νιφάδες flocons de neige;<br /><b>2</b> <i>adj. f.</i> neigeuse.<br />'''Étymologie:''' [[νίφω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=άδος (σν.): [[snow]]-[[flake]], [[snow]], [[mostly]] pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφάς Medium diacritics: νιφάς Low diacritics: νιφάς Capitals: ΝΙΦΑΣ
Transliteration A: niphás Transliteration B: niphas Transliteration C: nifas Beta Code: nifa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl., ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278; βρέχε . . χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm, νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51.    2 generally, shower, πετρῶν A.Fr.199.7, cf. Th.212 (lyr.), E.Andr.1129; τραχεῖα ν. πολέμοιο storm or sleet of war, Pi.I.4(3).17; ὀμβρία ν., of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες Lib.Ep.112.6.    II as fem. Adj., = νιφόεσσα, πέτρα S.OC1060 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφάς: -άδος, ἡ, (νίφω) χιὼν πίπτουσα εἰς μεγάλα τεμάχια, κοινῶς «τουλούπας», Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια χιόνος, ὥστε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Ἰλ. Μ. 278· οὔρεα... νιφάσι συνηρεφέα, κεκαλυμμένα ὑπὸ χιόνος, Ἡρόδ. 7. 111· βρέχε... χρυσέαις νιφάδεσσι, πιθ. μυθώδης παράστασις τοῦ πλούτου τῆς Ρόδου, Πινδ. Ο. 7. 64, πρβλ. Ι. 7 (6). 5· ὡς παρομοίωσις καταπειστικῆς εὐγλωττίας, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 5· ― τὸ ἑνικ. ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, νιφετός, «χιονιά», νιφὰς ἠὲ χάλαζα Ἰλ. Ο. 170· νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, ἀνώνυμος καὶ ἀκλεὴς ἐκαλύπτετο ὑπὸ πολλῶν χιόνων, περὶ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ πάγου τοῦ Κρόνου, δηλ. τοῦ Κρονίου λόφου, Πινδ. Ο. 10 (11), 62. 2) μεταφορ., πετρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Θήβ. 213, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· ν. πολέμου, ἡ πολεμικὴ καταιγίς, Πινδ. Ι. 4. 26 (3. 35)· ὀμβρίαν ν., ἐπὶ τῆς βροχῆς, Λυκόφρ. 876· ― πρβλ. ὄμβριος, χάλαζα, χειμών. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ. = νιφόεσσα, πέτρας νιφάδος Σοφ. Ο. Κ. 1060.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 subst. neige ; αἱ νιφάδες flocons de neige;
2 adj. f. neigeuse.
Étymologie: νίφω.

English (Autenrieth)

άδος (σν.): snow-flake, snow, mostly pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)