κακοφραδής: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a de mauvais desseins, malveillant.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], φράζομαι. | |btext=ής, ές :<br />qui a de mauvais desseins, malveillant.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], φράζομαι. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές (φράζομαι): illjudging, [[perverse]], Il. 23.483†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) poet. word,
A bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.
German (Pape)
[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.