λαθικηδής: Difference between revisions
ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστί → nothing is greater or equal to love
(6_7) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰθῐκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, [[πραϋντικός]], [[παυσίλυπος]], [[παυσίπονος]], εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]] Ἰλ. Χ. 83· [[οἶνος]] λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· [[Διώνυσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης [[ἰδμοσύνη]] Ἀνθ. Πλαν. 273. | |lstext='''λᾰθῐκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, [[πραϋντικός]], [[παυσίλυπος]], [[παυσίπονος]], εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]] Ἰλ. Χ. 83· [[οἶνος]] λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· [[Διώνυσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης [[ἰδμοσύνη]] Ἀνθ. Πλαν. 273. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, (κῆδος)
A banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): causing to forget care, ‘banishing care,’ Il. 22.83†.