ῥάχις: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος, <i>att.</i> εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épine dorsale ; <i>p. ext.</i> dos, échine (d’un sanglier);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> crête de montagne.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Rücken. | |btext=ιος, <i>att.</i> εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épine dorsale ; <i>p. ext.</i> dos, échine (d’un sanglier);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> crête de montagne.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Rücken. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ιος: [[chine]], [[back]]-[[piece]], [[cut]] lengthwise [[along]] the [[spine]], Il. 9.208†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ιος, Att. εως, ἡ (but ὁ IG42 (v. infr.)),
A the lower part of the back, the chine, συὸς ῥ. Il.9.208. 2 spine or backbone, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Arist.HA516a11, cf. PA654b12, al.; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A. Eu.190, cf. S.Fr.20, E.Cyc.643; μυελὸς κοίλης ῥάχεως Archel. ap. Antig.Mir.89, cf. Pl.Ti.77d, 91a. II anything ridged like the backbone: 1 ridge of a hill or mountain, Hdt.3.54, 7.216, IG42(1).71.14 (Epid., iii B.C.), Plb.3.101.2, D.H.5.44, Str.3.2.3 (pl.); ἂν ῥάχιν along the ridge, GDI5075.69 (Crete, i B.C.); so Archil.21 like ned Thasos to an ὄνου ῥάχις. 2 ῥ. ῥινός bridge of the nose, Poll.2.79, Ruf.Onom.35. 3 ῥ. φύλλου mid-rib of a leaf, Thphr.HP3.7.5, al. 4 the sharp projection on the middle of the shoulder-blade, Gal. UP13.10, Ruf.Onom.71. 5 outer edge of the arm of the polypus, Arist.HA524a7. 6 trunk, of Dagon, LXX 1 Ki.5.4.
German (Pape)
[Seite 836] ἡ, 1) der Rücken von Menschen und Thieren; συὸς ῥάχις, Il. 9, 208; τὴν ῥάχιν θλίβειν, Ar. Lys. 314; – gew. der hervorstehende scharfe Theil von den Fortsätzen der Rückgratswirbel, das Rückgrat selbst, ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, Aesch. Eum. 181; ἀμπείρας ῥάχιν, Eur. Rhes. 514; u. in Prosa, Plat. Tim. 77 d 91 a, Xen. equit. 5, 5. 7, 2; u. Sp., ἱερή, Agath. 55 (IX, 644). – Auch die scharfe, vorstehende Rippe auf der Mitte des Schulterblattes, u. ῥάχις ῥινός, das Nasenbein, u. φύλλου, Rippe des Blattes, Theophr. – 2) übtr., ῥάχις ὄρεος, Bergrücken, Her. 3, 54. 7, 216; bes. von den höheren, hervorragenden rauhen Theilen eines Gebirges, Gebirgskamm, Berggrat, ἡ ἐπὶ τὰ πεδία κατατείνο υσα ῥάχις, Pol. 3, 101, 2; ῥάχει δυσβάτῳ καὶ τραχείᾳ, 5, 69, 1; Strab. u. A.; ὀρεινή, D. Hal. 5, 44; ὀργάδος, Agath. 30 (VI, 41).
Greek (Liddell-Scott)
ῥάχις: [ᾰ], -ιος, Ἀττ. εως, ἡ, τὸ κατώτατον μέρος τῆς ῥάχεως, συὸς ῥ. Ἰλ. Ι. 208. 2) ἡ ῥάχις ἢ ἄκανθα, κοινῶς «ῥαχοκόκκαλον», Λατ. spina dorsi, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ’ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, κ. ἀλλ.· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 21, Εὐρ. Κύκλ. 643· μυελὸς κοίλης ῥάχεως Ἀρχέλ. παρ’ Ἀντιγ. Καρυστ, 96 (89), πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 77D, 91A. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχον σχῆμα ῥάχεως: 1) ῥάχις ὄρους, ὡς καὶ νῦν, ὀρεινὴ σειρά, Ἡρόδ. 3, 54., 7. 216, Πολύβ. 3. 101, 2, κτλ.· κατὰ ῥάχιν, κατὰ μῆκος τῆς ὀρεινῆς σειρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 150· - οὕτως ὁ Ἀρχίλ. 18 παραβάλλει τὴν Θάσον πρὸς ὄνου ῥάχιν 2) ῥινὸς ῥάχις, «τὰ δ’ ἑκατέρωθεν ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς ῥάχις» Πολυδ. Β΄, 79. 3) ῥάχις φύλλου, τὸ μέσο νεῦρον τοῦ φύλλου, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5., 3. 17, 4, κτλ. 4) ἡ ἐν μέσῳ ὑπεροχὴ τῆς ὠμοπλάτης, Γαλην. 5) ἡ ἐξωτερικὴ ἄκρα (;) τῶν πλοκάμων τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10. (Πρβλ. ῥάχετρον, ῥαχίτης, κτλ· Γερμ. hrucki (rücken)· Ἀρχ. Σκανδ. hryggr (Σκωτ. rigg, Ἀγγλ.ridge)· - τὸ ῥάχος εἶναι ἴσως συγγενὲς (πρβλ. ἄκανθα, spina dorsi), - ἐπειδὴ ἡ κοινὴ ἔννοια εἶναι ἡ τῆς εἰς τραχεῖαν καὶ ἀνώμαλον ἄκραν ληγούσης σειρᾶς, καὶ ἡ √ΡΑΓ, ῥηγμὶν δὲν δύναται εὐκόλως νὰ χωρισθῇ τῆς τοιαύτης θεμελιώδους ἐννοίας· ἴδε Κούρτ. σ. 743).
French (Bailly abrégé)
ιος, att. εως (ἡ) :
1 épine dorsale ; p. ext. dos, échine (d’un sanglier);
2 p. anal. crête de montagne.
Étymologie: cf. all. Rücken.
English (Autenrieth)
ιος: chine, back-piece, cut lengthwise along the spine, Il. 9.208†.