πολύκαρπος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[καρπός]]): [[fruitful]], Od. 7.122 and Od. 24.221. | |auten=([[καρπός]]): [[fruitful]], Od. 7.122 and Od. 24.221. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.
German (Pape)
[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.