Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Autenrieth)
(21)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἄγαμαι]].
|auten=see [[ἄγαμαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
}}
}}

Revision as of 13:54, 17 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάζομαι: ποιητ. ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἄγαμαι, = τιμῷ, λατρεύω, «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ ῥῆμα ἄγαμαι. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. τύπος εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «λίαν ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = βαρέως φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».

English (Autenrieth)

see ἄγαμαι.

English (Slater)

ᾰγάζομαι
   1 reverence, worship πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)