ἀδόκητος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(Bailly1_1) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />imprévu, inattendu ; [[τῷ]] ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d’une attaque) ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἀδοκήτου, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀδοκήτου à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δοκέω]] penser. | |btext=ος, ον :<br />imprévu, inattendu ; [[τῷ]] ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d’une attaque) ; ἀπὸ [[τοῦ]] ἀδοκήτου, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀδοκήτου à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δοκέω]] penser. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰδόκητος</b> <br /> <b>1</b> [[not]] expecting? [[unexpected]]? [[πέσε]] δ (κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (v. Gerber, A. J. P., 1963, 182.; ἄδοξον Σ. paraphr.) (N. 7.31) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:54, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unexpected, Hes. (v. infr.); τὰν ἀ. χάριν S.OC249 (lyr.); τὰ δοκηθέντ' οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ' ἀ. πόρον ηὗρε θεός E.Med.1418 (also in Alc., Ba., Andr., Hel., ad fin.); ξυμφορὰ ἀ. Th.7.29, etc.; τὸ ἀ. surprise, Id.4.36,al. II ἀδόκητον καὶ δοκέοντα either inglorious and glorious, or unexpecting and expectant, Pi.N.7.31, cf. Trag.Adesp. 482 (lyr.):—unexpecting, Memn.28.2, cf. Nonn.D.31.209. III Adv. -τως Th.4.17, Phld.Ir.p.49 W.; ἀδόκητα, as Adv., Hes.Fr.79, E.Ph.311; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Th.6.47; ἐκ τοῦ ἀ. D.H.3.64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόκητος: -ον, = ἀπροσδόκητος. Ἡσ. (ἴδε κατωτέρ.) τὰν ἀδ. χάριν, Σοφ. Ο. Κ. 249 ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν ἠθικῶν σκέψεων τοῦ χοροῦ· τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός, Μήδ. 1417, Ἄλκ. 1161, Βάκχ. 1300, Ἀνδρ. 1286, Ἑλ. 1690· ξυμφορὰ ἀδ., Θουκ. 7. 29. κτλ.· τὸ ἀδ., = τὸ ἀπροσδόκητον, ἡ ἔκπληξις, ὁ αὐτ. 4, 36, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐν Πινδ. Ν. 7. 45, ἀδόκητον καὶ δοκέοντα, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἢ: τὸν ἄδοξον καὶ ἔνδοξον ἢ: τὸν μὴ προσδοκῶντα καὶ τὸν προσδοκῶντα. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Θουκ. 4, 17, καὶ ὡσαύτως ἀδόκητα, ὡς ἐπίρρ., Ἡσ. Ἀποσπ. 31. Εὐρ. Φοίν. 318 οὕτως: ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, Θουκ. 6. 47. ― ἐκ τοῦ ἀδ. Διον. Ἁλ. 3. 64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu, inattendu ; τῷ ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d’une attaque) ; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, ἐκ τοῦ ἀδοκήτου à l’improviste.
Étymologie: ἀ, δοκέω penser.
English (Slater)
ᾰδόκητος
1 not expecting? unexpected? πέσε δ (κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (v. Gerber, A. J. P., 1963, 182.; ἄδοξον Σ. paraphr.) (N. 7.31)