Ἄμμων: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(Bailly1_1) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[Ἄμμων]] cult [[name]] of [[Zeus]] in [[Libya]] “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) [[Ἄμμων]] Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. [[test]]., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 17 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, the Libyan
A Zeus, Ζεὺς Ἄ. Pi.P.4.16: said to be Egyptian, Hdt.2.42; Ἄμμωνος (κέρας), = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130, etc.:—fem. Adj. Ἀμμωνίς, ίδος, Libyan, Ἀ. ἕδρα seat of Ammon, i. e. Libya, E.Alc.114, El.734: Subst. Ἀ., ἡ, name of state-trireme, Din.Fr.14.2:—also Ἀμμωνιάς, άδος, Phot. s.v. Πάραλος: Ἀμμωνιακός, ή, όν, ἀπάτη AP7.687 (Pall.), esp. Ἀ. ἅλας kind of rock-salt, Dinon 15, cf. Dsc.5.109, Gp.6.6.1, PMag.Lond.46.397:—ἀμμο-κή, ἡ, Ferula marmarica, Ps.-Dsc.3.84:—ἀμμο-κόν, τό, gum-ammoniacum, Dsc.3.48.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς Ζεὺς Ἄμμων: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰγυπτιακὴ ἡ λέξις, Ἡρόδ. 2. 42 (ἔνθα ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. ἕδρα, ἡ ἕδρα τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ Λιβύη, Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Ammon, n. égyptien de Zeus.
English (Slater)
Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.