ἀτιμάω: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(Bailly1_1) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀτιμήσω, <i>ao.</i> ἠτίμησα, <i>pf.</i> ἠτίμηκα;<br /><i>Pass. seul. ao. réc.</i> ἠτιμήθην;<br />mépriser, traiter avec mépris, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀτιμήσω, <i>ao.</i> ἠτίμησα, <i>pf.</i> ἠτίμηκα;<br /><i>Pass. seul. ao. réc.</i> ἠτιμήθην;<br />mépriser, traiter avec mépris, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰτῑμάω</b> <br /> <b>1</b> [[disregard]] ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον [[οὐκ]] ἀτιμάσαντά νιν (= καιρὸν) ἑπτάπυλοι [[Θῆβαι]] (P. 9.80) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf. ἀτίμων: fut. ἀτιμήσω: aor. ἠτίμησα: pf.
A ἠτίμηκα Gal.1.10:—Pass., aor. -ήθην Id.5.44:—used by Hom. for ἀτιμάζω, dishonour, disdain, σὲ δ' ἀτιμᾷ Od.16.307; ὃν τότ' ἀτίμα 21.99; τὸν πάντες ἀτίμων 23.28; τὸν Χρύσην ἠτίμασεν Il.1.11, cf. 94, al.; νῦν δέ σ' ἀτιμήσουσι 8.163, cf. Hes.Op.185; used once by Pi. in Dor. aor. ἠτίμᾱσα, P.9.80; once by S. in imper. ἀτίμα, Aj. 1129; ἀτιμῶσι v.l. for -οῦσι in X.Ath.1.14; also in later Ep., Call. Dian.260, Mosch.4.6, Nonn.D.17.313, al.; and in later Prose, Gal. l.c.
German (Pape)
[Seite 386] (τιμή), = ἀτιμάζω, verachten, beschimpfen, Il. 1, 11, durch Abschlagen einer Bitte; ξεῖνον Od. 14, 57. Auch Pind. P. 9, 83. Bei den Tragg. nur Soph. Ai. 1108 μὴ νῦν ἀτίμα θεούς. Bei Xen. Ath. 1, 14 ist für ἀτιμῶσι – ἀτιμοῦσι zu schreiben; ἀτιμήσαντες Plut. non posse 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμάω: Ἐπ. παρατ. ἀτίμων: μέλλ. ἀτιμήσω: ἀόρ. ἠτίμησα: πρκμ. ἠτίμηκα καὶ ἀόρ. παθ. -ήθην (μόνον παρὰ Γαλην.): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ τοῦ ἀτιμάζω, ἀτιμάζω, δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, σὲ δ’ ἀτιμᾷ Ὀδ. Π. 307· ὃν τότ’ ἀτίμα Φ. 99· τὸν πάντες ἀτίμων Ψ. 28· τὸν Χρύσην ἠτίμησε Ἰλ. Α. 11, πρβλ. 94, κτλ.· νῦν δέ σ’ ἀτιμήσουσι Θ. 163, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 185· εὕρηται ἅπαξ παρὰ Πινδ. κατὰ Δωρ. ἀόρ. ἠτίμᾱσα Π. 9. 139· ἅπαξ παρὰ Σοφ. κατὰ προστ. ἀτίμα Αἴ. 1129· καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα πεζοῖς, διότι τὸ ἐν Ξν. Ἀθην. Πολ. 1, 14 ἀτιμῶσι διωρθώθη ἤδη εἰς ἀτιμοῦσι (ἐκ τοῦ ἀτιμόω), πρβλ. ἀτιμητέον.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀτιμήσω, ao. ἠτίμησα, pf. ἠτίμηκα;
Pass. seul. ao. réc. ἠτιμήθην;
mépriser, traiter avec mépris, acc..
Étymologie: ἄτιμος.
English (Slater)
ᾰτῑμάω
1 disregard ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν (= καιρὸν) ἑπτάπυλοι Θῆβαι (P. 9.80)