γναμπτός: Difference between revisions

From LSJ
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[γνάμπτω]]): [[bent]], bending; of the limbs of [[living]] beings, [[supple]], Od. 13.398; met., [[νόημα]], ‘[[placable]],’ Il. 24.41.
|auten=([[γνάμπτω]]): [[bent]], bending; of the limbs of [[living]] beings, [[supple]], Od. 13.398; met., [[νόημα]], ‘[[placable]],’ Il. 24.41.
}}
{{Slater
|sltr=[[γναμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[γναμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
|sltr=[[γναμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bent]], [[curved]] ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναμπτός Medium diacritics: γναμπτός Low diacritics: γναμπτός Capitals: ΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: gnamptós Transliteration B: gnamptos Transliteration C: gnamptos Beta Code: gnampto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.    2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc.    3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.

Greek (Liddell-Scott)

γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.

English (Autenrieth)

(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.

English (Slater)

γναμπτός
   1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)

English (Slater)

γναμπτός
   1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)